καπακωτός

καπακωτός
-ή, -ό
σκεπασμένος με το καπάκι του, καπακωμένος: Το δοχείο αυτό είναι καπακωτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καπακωτός — ή, ό [καπάκι] ο σκεπασμένος με καπάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”